Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτολμώ — εὐτολμῶ, έω (Α) [εύτολμος] είμαι τολμηρός, θαρραλέος … Dictionary of Greek
εὐτόλμωι — εὐτόλμῳ , εὔτολμος brave spirited masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)